Το σπίτι που δεν μένει κανείς
Για βδομάδες το κορίτσι δίσταζε να επισκεφτεί το σπίτι που δεν έμενε κανείς. Άδειο μα ποτέ εγκαταλελειμμένο, Τζάνου με Γκαρέλη, στον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας. Τα παράθυρά του σίγουρα δεν θα ‘ταν τα μοναδικά σβηστά φώτα στην βραδινή εικόνα του δρόμου. Τίποτα ιδιαίτερο. Το αγόρι της έδωσε τα κλειδιά σαν δώρο και της είπε πως ήταν δανεικά.
Την πρώτη φορά που άνοιξε τα παντζούρια, στο φως φαινόταν ο
χορός της σκόνης πριν πέσει πάνω στον σωρό με επιτραπέζια που είχαν αγαπηθεί. Από
το παράθυρο απλώνονταν ο κόσμος. Πρόσεξε ότι οι τόμοι στην βιβλιοθήκη ήταν εξίσου
άδειοι, κι άρχισε να τους γεμίζει με όσα της έλεγε.
Σβήνει τα φώτα να θυμηθεί τις στιγμές που χαρμάνιαζε κάτω απ’ τους προβολείς, με τον τρόπο που υπήρχε και γέμιζε την αίθουσα. Και προσεύχονταν να μην έρθει το τελευταίο τραγούδι. Μετά έτρεχε να φύγει γιατί οι μέρες δεν αντέχουν τέτοια λάθη.
Τέλος πάντων. Στο σπίτι δεν μένει κανείς.