Όλο μου το είναι ανοίγει.
Κι όταν μου λες πως όλα ομορφαίνουν όταν είσαι κοντά μου, αναδύομαι.
Κι η αγάπη μας είναι σαν ένα άρωμα, σαν ένα αθάνατο ρέμα
ή σαν ξέφρενη βροχή που καρπίζει εντός μου.
Ξέρεις, ουρανέ μου, βρέχεις πάνω μου κι εγώ σαν την γη σε δέχομαι.
Πάντα θυμάμαι τις λέξεις σου.
Και τα μεγάλα όμορφα μάτια μου, σου είναι αγνότητα.
Δεν τα αρνιέσαι. Κι όταν θυμάμαι τα λόγια σου, αρχίζω και ζωγραφίζω.
Σαν να μην υπάρχει φως.
Θα ήθελα να σε ζωγραφίσω, αλλά δεν υπάρχουν χρώματα.
Υπάρχουν τόσα πολλά, στη μέθη αυτή που βιώνω, την απτή μορφή της μεγάλης αγάπης μου.
Τα μάτια σου πράσινα σπαθιά μέσα στην καρδιά και την σάρκα μου.
Κύματα ανάμεσα στα χέρια μας, θαρρώ τραγουδούνε το άπειρο.
Σε έναν χώρο γεμάτο ήχους -στη σκιά και στο φώς-.
Πάνω στη μορφή σου, οι βλεφαρίδες των λουλουδιών μου, ανταποκρίνονται και θέλουν το άγγιγμα σου.
Στο χυμό των χειλιών μου, κάθε λογής φρούτα.
Αίμα ροδιού και μήλα παράνομα.
Σε πιέζω στον κόρφο μου, να ακούσεις τραγούδια που θες.
Και το θαύμα της μορφής σου διαπερνά το αίμα μου.
Δεν είναι αγάπη αυτό. Ούτε θωπεία.
Είναι η ψυχή μου που βρήκα στα διάφανα χέρια σου.
Οι κόσμοι μας σμίγουν. Τίποτα δεν συγκρίνεται με τα χέρια σου.
Τίποτα με το χρυσοπράσινο των ματιών σου.
Το σώμα μου γεμίζει με εσένα μέρες. Είσαι ο καθρέπτης της νύχτας.
Η βιολετί λάμψη του φωτός. Η υγρασία της γης.
Η φωλιά του κόρφου σου είναι το καταφύγιό μου. Τα δάχτυλά μου αγγίζουν το αίμα σου.
Όλη μου η χαρά βρίσκεται στο να νιώθω τη ζωή να αναβλύζει από εσένα και να γεμίζει όλα τα μονοπάτια των νεύρων μου που σου ανήκουν…
Στο κορμί μου τ’αέρινο φύσηξε,
και στείλε μου νερό να ποτίζω την έρημο…
Να φυτρώσουν λουλούδια δροσερά…
Φέρε μου την Άνοιξη πάλι, τον ήλιο σου,
εδώ στον Σταυρό της ηδονής μου…
«Φίλησε με.
Χάιδεψε με. Δε μ’αγαπάς;»