
Τα μάτια μου στο σκότος
Μέσα σε αυτό το σκοτάδι το πηχτό.
Σαν κάποια αγνή μορφή στο μαύρο φόντο…
Μια αχτίδα μοιάζω που ο Αποσπερίτης μου φεύγοντας λησμόνησε στα σκότη…
Ναι. Με θωρώ.
Από τον ουρανό αυτόν ξεφύγανε τ’αστέρια,
Σαν πετράδια ατίμητα στολίσαν τα μαλλιά μου…
Κι ο Γαλαξίας άσπρο φως στα μάγουλα, στα χέρια μου μου χύνει∙
μες στο γάλα βουτά την ομορφιά μου…
Μα με τα μάτια μου μαύρα σκοτεινά, μεγάλα, υγρά, θλιμμένα:
Σαν δυό ποτάμια φωτερά που σμίγουν παράφορα στον έβενο…
Εγώ κι ο Αποσπερίτης μου…
Τα δακρυσμένα μάτια μου στο φως και στο σκοτάδι….
Και ήρθε κι η αγάπη μου, στην κάμαρη την μαύρη…
Ηδονική και με μια δόση οδύνης στα μάτια…
«Τα χρυσά που είναι τώρα φθινόπωρα;», μου αποκρίθηκε.
«Οι νυχτιές με τον άπειρο, έναστρο ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα;»
Ήρθε κοντά μου, και με γέμισε πάλι ολόκληρο το σώμα,
τα χείλη και τα χέρια μου με έκσταση.
Σα φιλί. Σα θάνατος.
Να μου θυμίζει το άρωμα της, αυτούς που βυθίστηκαν στο μαύρο και σε μένα…
Με μνήμη αγέρωχη στην σκέψη.
Με τόση οδύνη κι ηδονή.
Με πόθο κρυφό κι απέραντο.
Για να μπορώ και εγώ να βυθίζομαι μαζί τους…
Να γίνομαι ηδονική διέγερση και βάθος.
Απέραντο φως κι αγάπη,
Κι ας έγινε σκοτάδι γύρω μου,
Μερτικό το φως μου δεν κρατώ.
Το χαρίζω σε μένα, σε σένα, και στον κόσμο…