«Τα λουλούδια, λένε, θέλουν βροχή και αγάπη»
Η αυτοπεποίθηση και η αυτοφροντίδα είναι από τα ωραιότερα δώρα που μπορείς να σου κάνεις. Όπως και οι αστραφτερές αναμνήσεις. Και οι φωτεινές σκέψεις. Α, και τα ζεστά χαμόγελα.
Είναι από αυτούς τους πολύτιμους θησαυρούς που θες να βάλεις μέσα σε ένα σεντούκι και μετά να το κλειδώσεις καλά για να μη σου φύγουν. Και κάθε τόσο, όταν θα θες να ζεστάνεις ξανά για λίγο την καρδούλα σου, να παίρνεις το κλειδί και να αφήνεις τον αμύθητο αυτό χείμαρρο από θύμησες να ξεχυθεί ώσπου να γαληνέψεις.
Όμως, δεν είναι τόσο εύκολο να ξαναθυμηθείς τις λουσμένες με ουράνιο τόξο μέρες σου, όταν έχεις βυθιστεί για καιρό στις καταιγίδες. Γιατί πολλές φορές αυτή η βροχή, που τόσοι και τόσες λένε ότι σου είναι απαραίτητη για να ανθίσεις -εσύ αλλά και τα λουλούδια της πλάσης- σε έχει μουσκέψει τόσο πολύ, έχει γεμίσει τόσο τους πνεύμονές σου, που νιώθεις ότι γίνεται ένα σου. Και η βροχή δεν έχει μόνο μια μορφή.
Νιώθεις ότι πνίγεσαι. Φοβάσαι ότι πνίγεσαι. Παλεύεις για λίγο ήλιο. Προσεύχεσαι για αυτόν αλλά ταυτόχρονα φοβάσαι να τον αντικρύσεις. Όχι, γιατί δε μπορείς αλλά γιατί έχεις καιρό να συναντηθείς μαζί του. Το στρατόπεδο της «αντιπάλου» του σε έχει πορθήσει.
Και εκεί, στη βροχή, είχες και τα λόγια κάποιας ή κάποιου σαν μικρά ενοχλητικά φαντάσματα που μέρα με τη μέρα ζύγωναν όλο και πιο πολύ δίπλα σου. Μεγάλωναν όλο και πιο πολύ γύρω σου. Και εσύ δε μπόρεσες να τα ξεφορτωθείς, ούτε να συμφιλιωθείς μαζί τους. Προσπάθησες, βέβαια, να τα αγνοήσεις, μα οι φωνές τους, έτσι αέναες και αδυσώπητες που ήταν, δε σε άφηναν.
Και τώρα στέκεσαι στον πυθμένα μιας θάλασσας, αυτής που τα δάκρυά σου συνεργατικά με τις σταγόνες της βροχής επιμελώς και σταθερά δημιουργούσαν, όταν οι ρίζες σου, μάλλον, δεν ήταν τόσο υγιείς και προσεγμένες για να το εμποδίσουν. Και απορείς για το πώς έφτασες στον πάτο τόσο γρήγορα, τόσο σύντομα. Αναρωτιέσαι εάν το τέρας που ήθελες να αποφύγεις έγινες εσύ προκειμένου να επιβιώσεις. Αυτοκαταστρέφεσαι με σκέψεις και με λέξεις που δεν ανήκουν σε εσένα αλλά σε αυτά τα «φαντασματάκια».
Άνθρωποι σου λένε ότι έχεις άδικο, άνθρωποι σου λένε ότι έχεις δίκιο. Μια διελκυστίνδα που δεν οδηγεί πουθενά. Μια ζυγαριά που το ένα λεπτό ισορροπεί προς το «καλό» και το άλλο προς στο «κακό». Και δεν ξέρεις τι να πιστέψεις. Δεν ξέρεις αν ζεις μες τη βροχή ή αν είσαι η βροχή. Δεν ξέρεις αν σε ξέρεις πια. Ή και αν σε ήξερες ποτέ.
Κάποια στιγμή έρχεται, όμως, η χαραυγή. Και όταν έρθει, παρά το «σωστό» και το «λάθος», το «καλό» και το «κακό», τη βροχή και τον ήλιο, βλέπεις πως η αλήθεια είναι ότι όλον αυτόν τον καιρό ο μόνος σου αντίπαλος ήταν ο ίδιος σου ο εαυτός. Στην πραγματικότητα, δε φοβόσουν να αντικρύσεις τον ήλιο αλλά εσένα. Και με εσένα πρέπει να συμφιλιωθείς, όχι με τα φαντάσματα. Γιατί, και αυτά δικά σου δημιουργήματα είναι.
Τα λουλούδια, λένε, θέλουν βροχή και αγάπη. Και εσύ είχες το πρώτο. Ώρα τώρα να φροντίσεις και για το δεύτερο!
“Και τώρα στέκεσαι στον πυθμένα μιας θάλασσας, αυτής που τα δάκρυά σου συνεργατικά με τις σταγόνες της βροχής επιμελώς και σταθερά δημιουργούσαν, όταν οι ρίζες σου, μάλλον, δεν ήταν τόσο υγιείς και προσεγμένες για να το εμποδίσουν”
Ίσως αν είχαμε μάθει στις ρίζες μας να πίνουν το νερό της βροχής, τότε αυτό θα μας βοηθούσε να ανθίσουμε, δε θα μας έπνιγε ακόμα πιο πολύ.
Και θα ανθίζαμε ακόμη πιο πολύ αν, ίσως, εστιάζαμε περισσότερο στο πώς θα μας φροντίσουμε καλύτερα. Γιατί το να στέκεσαι στον πυθμένα ενδεχομένως να σημαίνει ότι δεν έχεις δουλέψει με σένα όπως θα ήταν καλό για σένα ✨