Δημοκρατία Αναγεννημένη: Μια εναλλακτική στον Φασισμό
Συνηθίζουμε να αξιολογούμε τις ικανότητες κάποιου επιπόλαια και πάντα σύμφωνα μα ορισμένα στερεοτυπικά κριτήρια. Στα πλαίσια της δυτικής σκέψης, το γενικό παίρνει πάντα προβάδισμα σε σχέση με το γενικό, η θεωρητική σκέψη σε σχέση με την πρακτική, και ο τεχνικός παρουσιάζεται ως ένας στενόμυαλος προς αναζήτηση της ‘διαφωτιστικής’ καθοδήγησης του επιστήμονα.
Με λίγα λόγια, το να έχεις άμεση επαφή με την πραγματικότητα, τις εξαιρέσεις, τις διαβαθμίσεις, δεν επιβραβεύεται και πολύ. Ακόμα και αν οι εκάστοτε διακεκριμένοι δημοσιογράφοι ή πολιτικοί σπεύδουν σποραδικά προς υπεράσπιση της τεχνικής εκπαίδευσης, αυτό τυχαίνει όταν είναι πολιτικά βολικό. Όταν όμως τα εργατικά στρώματα διαμαρτύρονται ενάντια σε μέτρα λιτότητας, ενάντια στην ακρίβεια ή σε άθλιες εργασιακές συνθήκες, τότε ξαφνικά χαρακτηρίζονται ως αδαείς που “δεν γνωρίζουν τι είναι καλό για τους ίδιους.”
Εν τέλει, η όποια ύμνηση της χειρωνακτικής εργασίας γίνεται μόνο ευκαιριακά. Εκτός από περιπτώσεις στις οποίες η προλεταριοποίηση μειώνει τα δημόσια έξοδα αποδιαρθρώνει τη δημόσια εκπαίδευση, ο εργαζόμενος και οι ικανότητες του περιθωριοποιούνται ολοκληρωτικά.
Αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Η χειρωνακτική εργασία, και ειδικά η εργασία για λογαριασμό κάποιου άλλου με σκοπό την επιβίωση, ήταν για το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας μια ταπεινωτική συνθήκη. Ο Αριστοτέλης εγκωμίαζε την φιλοσοφία ακριβώς επειδή ήταν σκέψη για λογαριασμό της ίδιας της σκέψης, χωρίς κάποιο υποβόσκοντα σκοπό όπως το κέρδος ή τα προς το ζην.
Όσον αφορά την θρησκεία, στην Βιβλική παράδοση ο πόνος της εργασίας είναι το κόστος για το προπατορικό αμάρτημα, ένα τίμημα για τον εξαγνισμό της ψυχής. Δεν αποτελεί έκπληξη που κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα στην Ευρώπη η εργασία ήταν κάτι ντροπιαστικό. Η ενασχόληση με την γη ήταν μεν μια χριστιανική αρετή, αλλά μόνο ως αναγκαία οδύνη, περιορισμένη ταξικά στους πιστούς χαμηλής καταγωγής.
Για τους ευγενείς που στελέχωναν την πολιτική, στρατιωτική και θρησκευτική ιεραρχία, η απόσταση από την χειρωνακτική εργασία ήταν το μέτρο με το οποίο οριζόταν η ηθική τους ανωτερότητα. Όταν μάλιστα προς τα τέλη του Μεσαίωνα οι μισθοφορικοί στρατοί αντικατέστησαν τους μάχιμους αριστοκράτες-ιππότες, ακόμα και η τέχνη του πολέμου περιορίστηκε σε θεωρητικό επίπεδο. Αντίστοιχα, γυναίκες που επιθυμούσαν να συνάψουν ένα καλό γάμο, όφειλαν να παραμένουν εγκλεισμένες, αποκτώντας μόνο τις δεξιότητες που άρμοζαν στην τάξη τους. Φυσικά όμως, λίγες από αυτές είχαν τους πόρους να ανταποκριθούν σε αυτό το ιδανικό.
Μια σειρά από άλλα επαγγέλματα, όπως ο χασάπης, ο ναύτης, ο ταβερνιάρης, συνδέονταν με την απώτερη ηθική κατάπτωση και δεν δέχονταν ούτε τον ελάχιστο σεβασμό της αγροτικής εργασίας. Αλλά ακόμα και η λιτή, αγροτική, χριστιανική ζωή, η οποία εγκωμιαζόταν όλο και περισσότερο από ευγενείς και κληρικούς του 17ου και 18ου αιώνα, λάμβανε χώρα σε μια εποχή κατά την οποία έβλεπαν τα παραδοσιακά αριστοκρατικά τους προνόμια να υποβαθμίζονται, ενώ τον πλούτο των αστικών στρωμάτων να ανταγωνίζεται την εξουσία τους. Με λίγα λόγια, δεν ήταν ο θαυμασμός προς τον ταπεινό αγρότη, αλλά το μίσος απέναντι στον πλούσιο αστό που γέννησε την ιδέα του ενάρετου μικροκαλλιεργητή.
Οι επιστημονικές επαναστάσεις του 17ου-18ου αιώνα έφεραν στο προσκήνιο επιστήμονες που υποστήριζαν ότι τα ήξεραν όλα. Αφού ο κόσμος μπορούσε να εξηγηθεί με καθολικούς νόμους όπως η βαρύτητα, δεν υπήρχε λόγος γιατί η ανθρώπινη κοινωνία να ήταν μια εξαίρεση. Σε αυτή τη βάση αναπτύχθηκε η Κοινωνιολογία του Ωγκύστ Κοντ και η οικονομική επιστήμη των Φυσιοκρατών και των πρωτο-φιλελεύθερων όπως ο Άνταμ Σμιθ. Μέχρι τον 19ο αιώνα, όλα έπρεπε να είναι μια ‘Μεγάλη Θεωρία’ που έδινε μια θεωρητική εξήγηση για τα πάντα, όπως άλλωστε είχε κάνει ο Κάρολος Δαρβίνος με την θεωρία της εξέλιξης για την βιολογία.
Η σοσιαλιστική απάντηση στην ‘αστική’ επιστήμη δεν ήταν διαφορετική. Η εργασιακή θεωρία της αξίας, ο ιστορικός υλισμός, η διαχρονική πάλη των τάξεων, ήταν ανάλογες προσπάθειες να οικοδομηθεί μια πλήρης επιστήμη που θα εξηγούσε κάθε πτυχή της ανθρώπινης κοινωνίας και θα υπολόγιζε το πεπρωμένο της. Όπως φαίνεται και με την θεωρία του δομισμού, μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, αν μια θεωρία δεν μπορούσε να εξηγήσει τα πάντα, ήταν σαν να μην εξηγούσε τίποτα. Σε αυτό το πλαίσιο, ο επιστήμονας είναι κυρίαρχος.
Η σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη κουβαλάει το βάρος μιας αναγωγιστικής παράδοσης, η οποία ισοπεδώνει κάθε άμεση εμπειρία, κάθε συναίσθημα, κάθε τοπικότητα ως υποδεέστερη της συνολικής εικόνας. Σύμφωνα με αυτή την λογική, ο επιστήμονας ή ακτιβιστής που θέλει να ωφελήσει τα εργατικά στρώματα, συλλαμβάνει τον εαυτό του ως ένα σωτήρα που έρχεται να ανυψώσει τους αδαείς από την άγνοια τους χάρη στην δική του γνώση. Η προσέγγιση του είναι συμβολική, οι ερωτήσεις του είναι ρητορικές, δεν περιμένει ουσιαστικά κάποια απάντηση. Η εργατική τάξη είναι εκεί για να χειραγωγηθεί, να συνειδητοποίησει τα συμφέροντα που η ίδια δεν γνωρίζει ότι έχει.
Και όμως, γίνεται κανείς να μην γνωρίζει αυτό που ζει καθημερινά, αυτό που καθορίζει τον θάνατο ή τη ζωή του, γίνεται να περιμένει ο εργάτης να του πεις την δουλειά του; Γίνεται συχνά λόγος για χειραγώγηση, ότι δηλαδή τα λαϊκά στρώματα παρασύρονται από επιτήδειους στο να ψηφίζουν ενάντια στα συμφέροντα τους.
Και όμως, δεν πιστεύω ότι υπάρχει πρόβλημα πληροφόρησης, αλλά πρόβλημα εκπροσώπησης. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει μεγάλος ντόρος για την προπαγάνδα, για τον φανατισμό, για την παραπληροφόρηση, ότι δηλαδή η Ευρώπη οδεύει σε μεσοπολεμικού επιπέδου φασιστικοποίηση εξαιτίας των λαϊκιστών πολιτικών, των καναλιών και του διαδικτύου. Το ζήτημα πάντα όμως δεν είναι ποιος τα λέει, αλλά ποιος τα ακούει.
Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι στο πολιτικό πεδίο δεν υπάρχουν πολλοί που να εκπροσωπούν τα εργατικά στρώματα. Τα κεντροαριστερά κόμματα σε όλη την Ευρώπη έχουν από την δεκαετία του 70’ ακολουθήσει μια σταθερή νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, εγκαταλείποντας την εργατική τους εκλογική βάση προς όφελος της μεσαίας τάξης. Τα κομματικά στελέχη δεν είναι πλέον συνδικαλιστές αλλά μορφωμένοι, μεσοαστοί διανοούμενοι και τεχνοκράτες, ο οποίοι διαφέρουν μόνο σε κοινωνικά ζητήματα από τους κεντροδεξιούς αντιπάλους τους.
Αυτή η στροφή φάνηκε στην Ελλάδα με τον πιο ακραίο τρόπο, με την εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ από ένα ριζοσπαστικό αντιμνημονιακό κόμμα, σε μια μνημονιακή “προοδευτική συμμαχία”, σε ένα κόμμα υπό την ηγεσία ενός U.S. Democrat με προβλεπόμενα ακόμα πιο δεξιόστροφη κατεύθυνση. Η “πρώτη φορά Αριστερά” της ελληνικής ιστορίας ένωσε Δεξιούς, Κεντρώους και Αριστερούς υπό ένα κοινό σύνθημα ενάντια στην λιτότητα, ενάντια στα μνημόνια, ενάντια στην εξαθλίωση. Για μια φορά ο λαός ήξερε τι ήθελε, και το εξέφρασε με τον πιο κάθετο τρόπο. Για μία φορά, το αίτημα του απορρίφθηκε από το μόνο δημοκρατικό κόμμα που υποστήριζε ότι τον πρεσβεύει.
Δεν προκαλεί καμία έκπληξη ότι ο λαός δεν εμπιστεύεται το πολιτικό σύστημα, τους διανοούμενους, πόσο μάλλον τους ευρωπαϊκούς θεσμούς πλέον. Ο κόσμος ξέρει τι θέλει. Μπορεί το μήνυμα του να μην είναι σουλουπωμένο ή πολιτικά ορθό, μπορεί να μην βολεύει το εκάστοτε κομματικό πρόγραμμα, αλλά υπάρχει και είναι εκκωφαντικό. Αν δεν το ακούσεις, θα τον ακούσει κάποιος άλλος.
Φυσικά, ο σκοπός μου δεν είναι η θεοποίηση του Έλληνα ψηφοφόρου. Ο σκοπός είναι η συνεργασία, η επαφή με τον κόσμο, η πραγματική δημοκρατία. Οι εποχές του επιστήμονα ή πολιτικού καθοδηγητή έχουν τελειώσει. Η σκέψη και η πράξη δεν επιβιώνουν χωριστά. Ο κάθε άνθρωπος γνωρίζει την δουλειά του, γνωρίζει τα προβλήματά του, έχει σκεφτεί βαθιά πως να τα λύσει. Μετά από κάθε νομοσχέδιο, κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία, κάθε φυσική καταστροφή, όσοι επηρεάζονται άμεσα υπενθυμίζουν ότι για χρόνια προειδοποιούσαν χωρίς αποτέλεσμα. Από την άλλη μεριά, οι ‘ειδικοί’ επιστρατεύονται μόνο για να ξεπλύνουν την κάθε κυβερνητική αδυναμία.
Δεν είναι η γνώση που ο μέσος Έλληνας απορρίπτει. Είναι η ξιπασιά, ο ελιτισμός, η αίσθηση ανωτερότητας με την οποία αντιμετωπίζεται. Είναι ότι πέρα από τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση και αξιοπρέπεια, πρέπει επίσης να πληροί και μια σειρά από κριτήρια διανοητικής επιτήδευσης και πολιτικής ορθότητας, την στιγμή που κανένας άλλος δεν υποχρεούται να προσεγγίσει τα δικά του κριτήρια, να ακούσει την δική του σοφία, να κερδίσει τον δικό του σεβασμό. Είναι ότι μπαίνει σε μια συζήτηση χωρίς διάλογο, σε μια οργάνωση χωρίς συνεργασία, σε μια δημοκρατία χωρίς δημοκρατία.
Για να μαθαίνεις αμέσως όταν γράφω κάνε εγγραφή στη σελίδα μου
Βιβλιογραφία
Hankins, T. (2011). Επιστήμη και Διαφωτισμός. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Kamen, H. (2002). Πρώιμη Νεότερη Ευρωπαϊκή Ιστορία. Αθήνα: Μεταίχμιο.
Kwass, M. (2022). The Consumer Revolution, 1650–1800. Cambridge University Press.
Λε Γκοφ, Ζ. (2004). Το Πουγκί και η Ζωή: Οικονομία και Θρησκεία στον Μεσαίωνα. Κέδρος.