Διηγούμαστε: Ο άντρας που δεν σταμάτησε να κολυμπά
Χρόνος ανάγνωσης: 4 λεπτά
Γράφει η Κατερίνα Τζωρτζακάκη
Κάποτε σε ένα όμορφο, παραθαλάσσιο χωριό ζούσε ένας άντρας με την οικογένειά του. Με τη γυναίκα του και τα δυο τους παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, δεν θα ήταν και τα δύο πάνω από δέκα χρόνων. Στην αυλή του σπιτιού νιαούριζε διαρκώς ο κανελί τους γάτος. Ήταν ένας γάτος μεγάλος και τριχωτός, έμοιαζε με μικρό λιοντάρι. Ο άντρας αυτός δούλευε σκληρά στο χωράφι του όλη τη μέρα και το απόγευμα κολυμπούσε. Αλλά για να καταλάβετε αυτήν την ιστορία, θα πρέπει να σας μιλήσω λίγο περισσότερο για αυτόν τον άντρα και τις συνήθειές του. Φορούσε το ρολόι του συνεχώς, ακόμη και στον ύπνο του. Ήθελε πάντοτε να ξέρει τι ώρα είναι γιατί κάθε μέρα ήταν ίδια για αυτόν και κάθε μέρα συγκεκριμένα πράγματα έκανε. Ξυπνούσε την ίδια ώρα κάθε πρωί και έτρωγε την ίδια ώρα το ίδιο πρωινό. Πήγαινε πάντοτε από την ίδια διαδρομή στο χωράφι του αν και υπήρχαν τόσο όμορφες διαδρομές που δεν τις είχε δει ποτέ του. Ήταν η διαδρομή που έκανε και ο πατέρας του. Αυτήν του έμαθε, όταν ήταν μικρός και ποτέ δεν αναρωτήθηκε αν κάποια άλλη ήταν καλύτερη, ούτε λαχτάρησε να ανακαλύψει κάποια μόνος του. Στο χωράφι δούλευε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, έκανε διάλειμμα κάθε μέρα την ίδια ώρα και έτρωγε κάθε μέρα και το ίδιο φαγητό, που το είχε τυλιγμένο η γυναίκα του με τον ίδιο τρόπο γιατί αλλιώς τη μάλωνε. Το φαγητό ήταν πάντοτε τυλιγμένο με το ίδιο καρό, άσπρο κόκκινο πανί. Όταν ο δείκτης του ρολογιού του έδειχνε μια συγκεκριμένη ώρα, έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Γύριζε στο σπίτι του, ξεκουραζόταν για λίγο, άλλαζε ρούχα και κατηφόριζε για την παραλία φορώντας ακόμη το ρολόι του. Τα παιδιά του όσο έλειπε έπαιζαν χαρούμενα, όταν όμως άκουγαν τα βαριά του βήματα, σταματούσαν γιατί ήξεραν ότι ήταν κουρασμένος και ήθελε την ησυχία του στο σπίτι. Όταν έφευγε πάλι, τα γέλια και το παιχνίδι ξανάρχιζαν. Ο γάτος πολλές φορές τον ακολουθούσε νιαουρίζοντας μέχρι την παραλία, κι όταν εκείνος έμπαινε στη θάλασσα, επέστρεφε στο σπίτι και τριβόταν στα πόδια των παιδιών ή της γυναίκας του.
Ήταν λοιπόν μια μέρα σαν όλες τις άλλες.
Η ζωή αυτού του ανθρώπου θα μπορούσε να είναι αυτή η ίδια μέρα, κομματιασμένη από τους δείκτες του ρολογιού, βαριά σαν τα βήματά του, χωρίς καμία έκπληξη, ή απρόσμενη χαρά, βυθισμένη στην ψεύτικη ασφάλεια του προβλέψιμου. Ήταν αρχές φθινοπώρου, απόγευμα, ο ήλιος είχε αρχίσει να κατεβαίνει και ο άντρας μόλις είχε βγάλει τα ρούχα του και είχε μπει στη θάλασσα. Ξέχασα πριν να αναφέρω ότι κάθε μέρα διένυε κολυμπώντας την ίδια απόσταση, από τη μια άκρη της παραλίας ως την άλλη και το κολύμπι του διαρκούσε μία ώρα ακριβώς. Όταν οι δείκτες των ρολογιών έδειχναν ότι η ώρα αυτή είχε περάσει, έβγαινε από τη θάλασσα ικανοποιημένος, ανανεωμένος, αναζωγονημένος, έχοντας εκπληρώσει με ακρίβεια την προγραμματισμένη του απόλαυση. Γύριζε στο σπίτι, έτρωγε το βραδινό του και έπεφτε για ύπνο ήρεμος, χωρίς έγνοιες, χωρίς προσμονή.
Εκείνη τη φθινοπωρινή μέρα λοιπόν, μπήκε στη θάλασσα, ήταν ζεστή και γαλήνια και η ησυχία γύρω της υπέροχη. Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν ακόμη το καλοκαίρι. Ο άντρας κοίταξε το ρολόι του και άρχισε να κολυμπάει απολαμβάνοντας τις κινήσεις του δυνατού του σώματος, που με το κολύμπι δυνάμωναν κι άλλο.
Και τότε το ρολόι του σταμάτησε.
Ο άντρας στην αρχή δεν το κατάλαβε και συνέχισε να κολυμπάει. Η ώρα πέρασε όμως και ο ήλιος άρχισε να δύει, ο ουρανός βάφτηκε κόκκινος τα τζιτζίκια σταμάτησαν το τραγούδι τους, η μέρα έφευγε και η νύχτα ετοιμαζόταν να έρθει. Ο άντρας κοιτούσε το ρολόι του, οι δείκτες δεν είχαν φτάσει στην ώρα που έπρεπε, οπότε δεν μπορούσε να βγει. Συνέχισε να κολυμπάει.
Τη νύχτα ήρθε η γυναίκα του να τον αναζητήσει. Δεν άκουσε τις φωνές της. Εκείνος έπρεπε να κολυμπήσει μέχρι οι δείκτες του ρολογιού να δείξουν ότι πέρασε μια ώρα. Η γυναίκα του κατάλαβε τι του συνέβη, έφυγε απελπισμένη και όλο το βράδυ έκλαιγε γιατί δεν ήξερε τι θα γινόταν τώρα. Είχε μάθει κι εκείνη να ζει προγραμματισμένη στο ρολόι του άντρα της κι αυτό το ξαφνικό αναπάντεχο την έκανε να παραλύσει. Το πρωί ξαναπήγε στην παραλία μαζί με τα παιδιά τους. Φώναζαν κι εκείνα τον πατέρα τους, όμως καμιά φωνή δεν έφτανε στα αυτιά του. Ήταν αφοσιωμένος στην προσπάθειά του, συγκεντρωμένος στο κολύμπι του, προσηλωμένος σε αυτό που έπρεπε να γίνει. Κάποιοι συγχωριανοί τους ήρθαν κι εκείνοι να βοηθήσουν, όμως, μάταια.
Ο άντρας συνέχισε να κολυμπά.
Κι έτσι ανέτειλε ο ήλιος κάθε πρωί κι ο άντρας κολυμπούσε κάτω από τον κόκκινο ουρανό. Και η δύση τον έβρισκε ακόμη εκεί, ακούραστο και δυνατό να συνεχίζει, κι ύστερα ερχόταν η νύχτα, τα αστέρια στόλιζαν το μαύρο του ουρανού και το φεγγάρι άλλαζε σχήματα κι από λεπτό ημικύκλιο γινόταν λαμπερό και γεμάτο. Έκαναν το πέρασμά τους και οι εποχές πάνω από τη θάλασσα, το φθινόπωρο έριξε τα φύλλα του και τα πρωτοβρόχια και ήρθε το κρύο του χειμώνα. Ο άντρας δεν ένιωσε ούτε μια στιγμή να κρυώνει, δεν τον ενόχλησε ούτε το χιόνι που άρχισε να πέφτει κάποια στιγμή. Ούτε όμως το κελάηδισμα της άνοιξης έφτασε στα αυτιά του, ούτε ο καυτός ήλιος του καλοκαιριού τον ενόχλησε.
Ο άντρας δεν σταμάτησε να κολυμπά.
Η γυναίκα του και τα παιδιά του στην αρχή πήγαιναν κάθε μέρα στη θάλασσα. Ύστερα το πήραν απόφαση και αποφάσισαν να αλλάξουν τη ζωή τους. Η γυναίκα πήγαινε στο χωράφι και τα παιδιά μετά το σχολείο βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού. Ήταν όλοι πιο κουρασμένοι αλλά στο σπίτι ξαφνικά ο αέρας έγινε πιο ελαφρύς. Το φαγητό δεν ήταν πια ανάγκη να μαγειρεύεται με τον ίδιο τρόπο, δοκίμασαν άλλες γεύσεις, η γυναίκα πήγαινε στο χωράφι από άλλες διαδρομές και είδε όμορφα λουλούδια και τα παιδιά στο σπίτι γελούσαν ελεύθερα όλη μέρα.
Κι ο άντρας δεν σταμάτησε να κολυμπά.
Και πέρασε έτσι ένας χρόνος. Κι ένα φθινοπωρινό απόγευμα…
Το ημερολόγιο είχε την ίδια ημερομηνία με τη μέρα, που το ρολόι σταμάτησε.
Και η ώρα ήταν η ίδια με τη σταματημένη ώρα.
Και ο άντρας πέθανε κολυμπώντας και η θάλασσα τράβηξε το κορμί του.
Κανείς δεν το έμαθε, μόνο ο κανελί γάτος, αυτός που έμοιαζε με μικρό λιοντάρι, εκείνο το απόγευμα κατηφόρισε ως τη θάλασσα, στάθηκε κάτω από ένα αλμυρίκι και άρχισε να νιαουρίζει.